Κερατόκωνος είναι μια προοδευτική μη φλεγμονώδης οφθαλμική νόσος που προσβάλει τον κερατοειδή χιτώνα του ματιού. Κερατοειδής είναι ο διαφανής ιστός που καλύπτει το μπροστινό μέρος του ματιού σαν το τζάμι στο ρολόι. Δρα σαν φακός παίζοντας τον κύριο διαθλαστικό ρόλο στην εστίαση του φωτός. Στον κερατόκωνο ο κερατοειδής έχει μικρότερη μηχανική αντοχή (στιβαρότητα) από το συνηθισμένο. Έτσι λεπταίνει και προβάλει ανώμαλα προς τα εμπρός σαν κώνος. Αυτή η αλλαγή του σχήματος καταστρέφει την εστίαση των ακτίνων φωτός. Η όραση θολώνει και παραμορφώνεται κάνοντας δύσκολες ακόμα και τις απλές καθημερινές δραστηριότητες όπως το διάβασμα και την οδήγηση.
Αίτια
Ένα σημαντικό συστατικό του κερατοειδούς είναι το κολλαγόνο. Η διάταξή του σε παράλληλα ινίδια και ο τρόπος που αυτά συνδέονται μεταξύ τους εξασφαλίζουν διαφάνεια και μηχανική αντοχή. Η εξασθένιση της στιβαρότητας αυτής οδηγεί στον κερατόκωνο. Ο λόγος που συμβαίνει αυτή η εξασθένιση δεν είναι ξεκάθαρος.
Γενετικοί παράγοντες παίζουν ρόλο με αποτέλεσμα κάποιες φορές να εντοπίζουμε περισσότερους από 1 πάσχοντες στην ίδια οικογένεια. Για το λόγο αυτό συνίσταται ο τακτικός έλεγχος των παιδιών ασθενών που πάσχουν από κερατόκωνο από την ηλικία των 10.
Μελέτες έχουν εντοπίσει συσχέτιση του κερατοκώνου με ατοπίες και κυρίως με το τρίψιμο των ματιών που παρατηρούνται σε αυτές. Επίσης η υπνική άπνοια και το “σύνδρομο χαλαρού βλεφάρου” αποτελούν παράγοντες κινδύνου.
Δώστε σημασία στο παιδί που τρίβει τα μάτια του: δεν είναι φυσιολογικό – είναι επικίνδυνο!
Η συχνότητα της νόσου παγκοσμίως είναι περίπου 1:1000-2000. Σε πληθυσμούς συγκεκριμένων περιοχών, όμως, όπως η λεκάνη της Μεσογείου είναι υψηλότερη φτάνοντας στους 1:500.
Συμπτώματα
Ο κερατόκωνος ξεκινά συνήθως στην εφηβεία με προοδευτική εμφάνιση και αύξηση της μυωπίας και του αστιγματισμού. Μπορεί να εξελιχθεί μέχρι και την 4η δεκαετία της ζωής, οπότε και τις περισσότερες φορές σταθεροποιείται. Προσβάλλονται και τα 2 μάτια, όχι όμως πάντα στον ίδιο βαθμό.
Στα αρχικά στάδια τα συμπτώματα μπορεί να είναι:
- ήπιο θάμπωμα της όρασης
- παραμόρφωση των ευθειών γραμμών (φαίνονται καμπύλες ή κυματιστές)
- αυξημένη ευαισθησία στο φως και τις έντονες αντανακλάσεις
Σε πιο προχωρημένες περιπτώσεις μπορεί να παρατηρηθούν:
- αύξηση του θάμβους και των παραμορφώσεων
- αύξηση της μυωπίας ή/και του αστιγματισμού
- συχνές αλλαγές των γυαλιών
- αδυναμία καλής όρασης ακόμα και με γυαλιά
- αδυναμία οδήγησης κυρίως τη νύχτα
- δυσκολία εφαρμογής φακών επαφής
Η εξέλιξη είναι συνήθως αργή και δε θα φτάσουν όλοι οι ασθενείς σε προχωρημένο στάδιο. Υπάρχουν ασθενείς με τόσο ήπια συμπτώματα (υποκλινικός κερατόκωνος) που η διάγνωση θα μπει στον προεγχειρητικό έλεγχο μιας επέμβασης διόρθωσης της μυωπίας. Σε άλλους μπορεί να παρατηρηθεί απότομη θόλωση της όρασης. Πρόκειται για τον “οξύ ύδρωπα” όπου ο κερατοειδής λεπταίνει σε τέτοιο βαθμό που συμβαίνει ρήξη της δεσκεμετείου μεμβράνης και δίοδος του υδατοειδούς υγρού εσωτερικά του κερατοειδούς. Το αποτέλεσμα είναι ο σχηματισμός ουλής σε διάστημα 6-12 εβδομάδων.
Διάγνωση
Ανάλογα με το στάδιο που βρίσκεται η νόσος, η διάγνωση μπορεί να γίνει ακόμα και σε μια εξέταση ρουτίνας με βάση το ιστορικό, τη διάθλαση και την εξέταση στη σχισμοειδή λυχνία. Σε άλλες περιπτώσεις θα χρειαστούν πιο εξειδικευμένες μετρήσεις όπως η παχυμετρία, η τοπογραφία, η τομογραφία του κερατοειδούς, υστέρηση, ελαστικότητα κ.α.
Αντιμετώπιση
Όταν ο κερατόκωνος βρίσκεται σε αρχικό στάδιο η όραση διορθώνεται με γυαλιά ή μαλακούς φακούς επαφής. Αξιοσημείωτη είναι η ανάγκη συχνής αλλαγής των βαθμών.
Όσο το σχήμα του κερατοειδούς γίνεται πιο ασύμμετρο, ο αστιγματισμός γίνεται πιο ανώμαλος. Για τη διόρθωση πλέον απαιτείται η χρήση “ημίσκληρων” φακών επαφής (“άκαμπτοι αεριοδιαπερατοί / rigid gas permeable contact lenses). Η ακαμψία τους εξομαλύνει την ασυμμετρία του κερατοειδούς προσφέροντας ποιοτικότερη όραση. Χρειάζεται περισσότερος χρόνος μέχρι ο ασθενής να τους αισθανθεί άνετα. Η μετατόπιση, ή/και απώλειά τους αλλά και μικροτραυματισμοί του επιθηλίου είναι σαφώς συχνότεροι σε σχέση με τους μαλακούς. Παραλλαγές τους αποτελεί η χρήση συνδυασμού μαλακού+σκληρού φακού (piggyback) ή υβριδικών φακών.
Οι ενδοκερατικοί δακτύλιοι (intacs) τοποθετούνται χειρουργικά μέσα στο στρώμα του κερατοειδούς. Μπορούν να επιπεδώσουν και να εξομαλύνουν την περιοχή που περικλείουν, βελτιώνοντας την όραση.
Η τεχνική διασύνδεσης κολλαγόνου του κερατοειδούς ή Corneal Cross-Linking (CXL) είναι μια ελάχιστα επεμβατική θεραπεία που έχει αλλάξει τα δεδομένα στην αντιμετώπιση του κερατοκώνου. Αρχικά εφαρμόζεται στον κερατοειδή διάλυμα βιταμίνης Β2 (ριβοφλαβίνης) και στη συνέχεια ενέργεια με τη μορφή ελεγχόμενης υπεριώδους ακτινοβολίας UV. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα την αύξηση των δεσμών (συνδέσεων) ανάμεσα στα ινίδια του κολλαγόνου. Έτσι αυξάνεται η σκληρότητα και η στιβαρότητα του κερατοειδούς, αντιμετωπίζεται δηλαδή το αρχικό πρόβλημα. Η εξέλιξη του κερατοκώνου σταματά ενώ σε αρκετές περιπτώσεις παρατηρείται και επιπέδωση (βελτίωση) του σχήματος. Η ανάγκη για χρήση διορθωτικών μέσων (γυαλιά, φακοί) συνεχίζει. Σε επιλεγμένα περιστατικά μπορεί να συνδυαστεί με ήπια, καθοδηγούμενη χρήση laser για την περαιτέρω εξομάλυνση του σχήματος του κερατοειδούς.
Η μεταμόσχευση κερατοειδούς (ολικού ή μερικού πάχους) ήταν η μόνη οριστική λύση στο πρόβλημα. Με την εμφάνιση της διασύνδεσης κολλαγόνου έχει μειωθεί σημαντικά ο αριθμός των προχωρημένων περιστατικών που να απαιτείται αυτή η σοβαρή επέμβαση.
Ο κερατόκωνος είναι σημαντικό να διαγνωστεί έγκαιρα. Με την παρακολούθηση και την έγκαιρη παρέμβαση (αν χρειαστεί), μπορεί να αντιμετωπιστεί, πριν εξελιχθεί και περιορίσει την ποιότητα της όρασης.